- βεντονίτης
- Ακάθαρτη άργιλος εμπλουτισμένη κυρίως από το αργιλούχο ορυκτό μοντμοριλονίτη. Συναντάται στη Βόρεια Αμερική, τη βόρεια Αφρική, τη Γερμανία και τη Ρουμανία, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει στη Μήλο. Έχει αξιόλογες φυσικές ιδιότητες, όπως προσροφητικές, απορροφητικές και αποχρωστικές. Σε αυτές οφείλεται η σημαντική αύξηση του όγκου της όταν έλθει σε επαφή με το νερό. Προέρχεται από την αποσάθρωση ηφαιστειογενών πετρωμάτων. Λόγω αυτών των ιδιοτήτων χρησιμοποιείται σε πολλούς και διάφορους βιομηχανικούς τομείς. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται στην κεραμευτική, στην παρασκευή πυρίμαχων και οικοδομικών υλικών, στη φαρμακευτική, στην παρασκευή μονωτικών υλικών και υλικών κατάλληλων για τον καθαρισμό του νερού και του λαδιού, στη σαπωνοποιία, στη βιομηχανία χρωμάτων, στη βιομηχανία ελαστικού και χάλυβα, στις γεωτρητικές εργασίες για την εξαγωγή πετρελαίου κ.α. Τα κοιτάσματα της Μήλου ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια τόνων και είναι εξαιρετικής ποιότητας. Η εκμετάλλευσή τους άρχισε το 1959 και από τότε σημαντικές ποσότητες β. έχουν εξαχθεί στις βιομηχανικές χώρες.
Η Μήλος, νησί πλούσιο σε ορυκτά, διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας κοιτάσματα βεντονίτη.
Dictionary of Greek. 2013.